- πανώρια
- (επίρρ. τροπ.), πολύ όμορφα, ωραιότατα: Εσύ διαβαίνεις πάρωρα και τραγουδάς πανώρια (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Βοζίκη, Πανώρια — Αγωνίστρια του 1821 από τη Μάνη. Όταν οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ αποβιβάστηκαν στην Τσίμοβα για να προχωρήσουν στο εσωτερικό της Μάνης, το καλοκαίρι του 1826, η Β. έσωσε τον γέρο πατέρα της που τον είχαν πιάσει στο χωράφι του δύο Αιγύπτιοι και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
απήχηση — Στιχουργικό παιχνίδι που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες επιγραμματοποιοί της αλεξανδρινής εποχής και το οποίο μιμήθηκαν οι μεταγενέστεροι Ιταλοί ποιητές. Χρήση του κάνει και o Γεώργιος Χορτάτσης στο δραματικό του ειδύλλιο Πανώρια. * * * η (Α… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
ζαχαροζυμωμένος — η, ο και ζαχαροζύμωτος, η, ο 1. ζυμωμένος με ζάχαρη 2. μτφ. γλυκός, ευχάριστος («λόγια και γέλια και φιλιά ζαχαροζυμωνένα», Ερωφ.) 3. μτφ. (για γυναίκα) όμορφη και γλυκιά («Πανώρια, κορασίδα μου ζαχαροζυμωμένη», Πανώρ.) … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πανώριος — α, ο πάρα πολύ όμορφος, πανέμορφος, ωραιότατος. επίρρ... πανώρια με πάρα πολύ όμορφο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώραιος, με συνίζηση, πρβλ. το Κάστρο τής Ωριάς (< ωραίας)] … Dictionary of Greek
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek